- μονογνώμων
- μονο-γνώμων, ον, der seinem eigenen Urteile folgt, selbstständig, eigenmächtig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονογνώμων — μονογνώμων, ον (Α) 1. αυτός που έχει μία μόνο γνώμη, ισχυρογνώμων 2. (κατ επέκτ.) δύστροπος 3. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία, απολυταρχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ισχυρο γνώμων] … Dictionary of Greek
μονογνωμονέστερον — μονογνώμων self willed masc acc comp sg μονογνώμων self willed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονογνώμονας — μονογνώμων self willed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονογνώμονες — μονογνώμων self willed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονογνωμονικός — μονογνωμονικός, ή, όν (Α) [μονογνώμων] αυτός που έχει ή ακολουθεί μία μόνο γνώμη, τη δική του, ο ισχυρογνώμων … Dictionary of Greek
μονογνωμονώ — μονογνωμονῶ, έω και μονογνωμῶ (Α) [μονογνώμων] έχω ή ακολουθώ μία μόνο γνώμη, τη δική μου, είμαι ισχυρογνώμων, πείσμων … Dictionary of Greek
μονογνωμοσύνη — μονογνωμοσύνη, ἡ (Α) [μονογνώμων] η ιδιότητα τού μονογνώμονα, η ισχυρογνωμοσύνη … Dictionary of Greek